- γλειψιάρης, -α, -ικο
- 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να γλείφει.2. μτφ., κόλακας, γλείφτης: Είναι φοιτητής γλειψιάρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλειψιάρης — α, ικο 1. αυτός που τού αρέσει να γλείφει 2. κόλακας, χαμερπής … Dictionary of Greek